Το Ταμείο Ανάκαμψης υπήρξε ο ισχυρότερος μοχλός της ελληνικής οικονομίας από το 2021 και μετά. Χρηματοδότησε έργα υποδομών, ψηφιακές επενδύσεις, μετασχηματισμό επιχειρήσεων και ένα κύμα ιδιωτικών επενδύσεων που διαφορετικά δύσκολα θα είχαν υλοποιηθεί. Στήριξε την
Το Ταμείο Ανάκαμψης υπήρξε ο ισχυρότερος μοχλός της ελληνικής οικονομίας από το 2021 και μετά. Χρηματοδότησε έργα υποδομών, ψηφιακές επενδύσεις, μετασχηματισμό επιχειρήσεων και ένα κύμα ιδιωτικών επενδύσεων που διαφορετικά δύσκολα θα είχαν υλοποιηθεί. Στήριξε την ανάπτυξη σε μια περίοδο διεθνούς αβεβαιότητας, από τον πληθωρισμό έως τις γεωπολιτικές εντάσεις. Όμως η περίοδος αυτής της ενισχυμένης χρηματοδότησης φτάνει σταδιακά στο τέλος της.
Η Ελλάδα πέτυχε τα τελευταία χρόνια μια θεαματική αύξηση επενδύσεων
Το 2026 είναι το τελευταίο έτος ουσιαστικών εκταμιεύσεων. Από το 2027 και μετά, τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης είτε θα έχουν ολοκληρωθεί είτε θα απαιτούν πλέον εθνικούς πόρους για να συνεχιστούν. Για μια οικονομία που στήριξε σε αυτό το εργαλείο περισσότερο από το μισό της επενδυτικής της ανόδου, η επόμενη ημέρα δεν είναι αυτονόητη.
Κίνδυνος επιστροφής στη στασιμότητα
Η Ελλάδα πέτυχε τα τελευταία χρόνια μια θεαματική αύξηση επενδύσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού για το 2026, σε σταθερές τιμές σχεδόν τις διπλασίασε, σε σύγκριση με το 2019. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης στην Ευρώπη.
Η ιδιωτική επενδυτική δαπάνη που δεν συνδέεται με το Ταμείο Ανάκαμψης παραμένει χαμηλή
Ωστόσο, η πηγή αυτής της επίδοσης είναι συγκεκριμένη και προέρχεται από τις επιδοτήσεις, τα δάνεια και τα φορολογικά κίνητρα του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ιδιωτική επενδυτική δαπάνη που δεν συνδέεται με το Ταμείο Ανάκαμψης παραμένει χαμηλή, ενώ οι αναλυτές της ευρωπαϊκής επιτροπής επισημαίνουν ότι χωρίς το Ταμείο, ο ελληνικός επενδυτικός λόγος θα ήταν κατά τουλάχιστον πέντε ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος.
Με άλλα λόγια το άλμα δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα εθνικής δυναμικής, αλλά εξωτερικής χρηματοδότησης. Και όταν ο εξωτερικός παράγοντας υποχωρεί, η οικονομία χρειάζεται να μεταφέρει τη δυναμική στο δικό της γήπεδο.
Από τα κοινοτικά χρήματα στους εθνικούς πόρους
Η έξοδος από το Ταμείο Ανάκαμψης συμπίπτει με την επιστροφή της Ευρώπης στους αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες. Τα πολυετή νέα ορια δαπανών περιόρισαν ήδη τον διαθέσιμο χώρο για δημόσιες επενδύσεις. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα δεν μπορεί να υποκαταστήσει εύκολα τις ευρωπαϊκές εκταμιεύσεις με εθνικούς πόρους χωρίς να επηρεάσει άλλες κρίσιμες δαπάνες.
Η απόσταση ανάμεσα στην ελληνική αγορά χρήματος και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει σταθερά διευρυμένη
Η μετάβαση είναι ακόμη πιο δύσκολη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης λειτούργησαν ως το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Η λήξη τους βρίσκει τις ελληνικές επιχειρήσεις να δανείζονται ακριβότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, με επιτόκια κοντά στο 4,2% έναντι 3,6% στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι επιχειρήσεις που αξιοποιούσαν το Ταμείο Ανάκαμψης για αναβαθμίσεις, ενεργειακή εξοικονόμηση ή ψηφιακό μετασχηματισμό θα κληθούν πλέον να στραφούν σε τραπεζικό δανεισμό, σε μια αγορά όπου το κόστος χρήματος παραμένει υψηλό και οι πιστωτικοί όροι περιοριστικοί. Η απόσταση ανάμεσα στην ελληνική αγορά χρήματος και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει σταθερά διευρυμένη.
Το επενδυτικό κενό
Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη καλύψει το επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας. Αν και ο ρυθμός αύξησης είναι εντυπωσιακός, το συνολικό επίπεδο επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθεί να υστερεί έναντι των ευρωπαϊκών κρατών. Το 17%-18% του ΑΕΠ είναι μεν υψηλότερο από την περίοδο της κρίσης, αλλά απέχει από το 22%-23% της ευρωζώνης.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν το 2027 θα αποτελέσει ένα σημείο επιβράδυνσης
Το αποτέλεσμα είναι ότι η παραγωγικότητα, το κρίσιμο μέγεθος που καθορίζει τους μισθούς, την ανταγωνιστικότητα και τη μακροχρόνια ανάπτυξη, παραμένει σταθερά χαμηλή. Η άνοδος των επενδύσεων των τελευταίων ετών βελτίωσε το επίπεδο κεφαλαιακών δαπανών, αλλά δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί σε σταθερή αύξηση παραγωγικότητας.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν το 2027 θα αποτελέσει ένα σημείο επιβράδυνσης ή το σημείο όπου η οικονομία θα κληθεί να βρει νέες πηγές κεφαλαίων για να μην χαθεί η δυναμική που αποκτήθηκε.
Οι τρεις αβεβαιότητες
Η επόμενη μέρα των επενδύσεων διαμορφώνεται από τρεις παράγοντες που θα κρίνουν την πορεία της οικονομίας:
1. Το κόστος χρήματος
Παρά τη μείωση των πληθωριστικών πιέσεων, η χρηματοδότηση παραμένει ακριβή για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Η διαφορά επιτοκίων με την ευρωζώνη σημαίνει ότι η επενδυτική δραστηριότητα επιβραδύνεται πιο γρήγορα στην Ελλάδα απ ό,τι σε άλλες χώρες.
2. Η δημοσιονομική στενότητα
Ο νέος ευρωπαϊκός μηχανισμός επιτήρησης περιορίζει την ευελιξία στην υλοποίηση μεγάλων δημοσίων έργων. Η αύξηση των καθαρών δαπανών έχει συγκεκριμένο όριο, ενώ η ανάγκη για σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα περιορίζει τον χώρο για αναπτυξιακή πολιτική.
3. Η εξωτερική ζήτηση
Η επιβράδυνση της ευρωζώνης και ειδικά της γερμανικής μεταποίησης, ασκεί πίεση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών. Για μια οικονομία που στηρίζει την ανάπτυξη της στην εξωστρέφεια και στις υπηρεσίες, η αδυναμία του ευρωπαϊκού κύκλου λειτουργεί ως πρόσθετος περιορισμός.
Ένα νέο αναπτυξιακό τοπίο
Το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης δεν σημαίνει το τέλος των επενδύσεων, αλλά την αρχή μιας πιο απαιτητικής αναπτυξιακής φάσης. Η ελληνική οικονομία έχει ωφεληθεί ουσιαστικά από τους ευρωπαϊκούς πόρους, όμως η μετάβαση από την επιδοτούμενες επενδύσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί σταθερή χρηματοδότηση, υψηλότερη παραγωγικότητα και ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης και της κεφαλαιακής βάσης.
Το 2027 θα δείξει αν η επενδυτική ώθηση των τελευταίων ετών ήταν μια προσωρινή ανάπαυλα ή αν αποτέλεσε το θεμέλιο για μια περίοδο μεγαλύτερης αυτονομίας και ανθεκτικότητας. Μέχρι τότε, η ελληνική οικονομία θα κινείται σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη θετική δυναμική που δημιουργήθηκε και στις προκλήσεις της επόμενης ημέρας.
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος

