Μετά τη συμπλήρωση των 30 ετών φεύγουν οι Έλληνες από το πατρικό τουςΣύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, η μέση ηλικία των νέων που εγκαταλείπουν το πατρικό σπίτι τους ήταν το 2024 στην Ελλάδα τα 30,7 έτη (30,6 έτη το 2023), που αποτελεί την τρίτη υψηλότερη
Μετά τη συμπλήρωση των 30 ετών φεύγουν οι Έλληνες από το πατρικό τους
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, η μέση ηλικία των νέων που εγκαταλείπουν το πατρικό σπίτι τους ήταν το 2024 στην Ελλάδα τα 30,7 έτη (30,6 έτη το 2023), που αποτελεί την τρίτη υψηλότερη μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η χώρα μας καταγράφει μία από τις υψηλότερες ηλικίες αποχώρησης από το πατρικό στην Ε.Ε., ενώ 1 στους 3 νέους δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για στέγη.
Οι υψηλότερες μέσες ηλικίες καταγράφηκαν στην Κροατία (31,3 έτη) και στη Σλοβακία (30,9 έτη), ενώ πάνω από τα 30 έτη ήταν η μέση ηλικία αποχώρησης από το πατρικό σπίτι σε ακόμη δύο χώρες, αμφότερες στον ευρωπαϊκό Νότο, και συγκεκριμένα στην Ιταλία (30,1 έτη) και στην Ισπανία (30 έτη).
Αξίζει να σημειωθεί πως ο μέσος όρος ηλικίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώθηκε το 2024 στα 26,2 έτη, ήτοι αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με την Ελλάδα.

Ακόμη και μέσα στη βαθιά ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, ο μέσος όρος ηλικίας αποχώρησης από το πατρικό ήταν κάτω από τα 30 και κυμαινόταν από 28,3 έως 29,4 έτη. Στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 25 ετών έφθασε το 2004, όταν ο μέσος όρος ηλικίας εγκατάλειψης της οικογενειακής εστίας έπεσε στα 27,7 έτη. Από το 2012 ο μέσος όρος ηλικίας αποχώρησης από το πατρικό ανέβηκε πάνω από τα 29 έτη και πλέον πλησιάζει στα 31 έτη.
Το κόστος
Η καθυστερημένη ανεξαρτητοποίηση στην Ελλάδα συνδέεται άμεσα με το δυσβάσταχτο κόστος στέγης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 30,3% των νέων ηλικίας 15-29 ετών ζει σε νοικοκυριά που ξοδεύουν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους μόνο για στέγαση.
Η χώρα μας είναι πρώτη στην Ευρώπη, ξεπερνώντας ακόμη και τη Δανία (28,9%) και πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (9,7%).
Αντίθετα, χώρες όπως η Κροατία (2,1%), η Κύπρος (2,8%) και η Σλοβενία (3,0%) καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης.
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος

